-
1 κατεργάζομαι
κατεργ-άζομαι, [tense] fut. - άσομαι, later [ per.] 3sg. - ᾶται PTeb.10.2 (ii B.C.): [tense] aor. κατειργασάμην, and (in pass. sense) κατειργάσθην (v. infr.): [tense] pf. κατείργασμαι both in act. and pass. sense (v. infr.):—A effect by labour, achieve,πρήγματα μεγάλα Hdt.5.24
; ;μόρον.. ἐπαλλήλοιν χεροῖν Id.Ant.57
;ταῦθ' ἁπινοεῖς Ar.Ec. 247
;τὰ δυνατά Th.4.65
;τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν Phld.Rh.2.31
S.;μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε X.Hier.2.2
;κ. εἰρήνην τινί And.3.8
; ἢν κατεργάσῃ if you do the job, Ar.Eq. 933: [tense] pf.κατείργασμαι, μέγιστα ἔργα X.Mem. 3.5.11
: in pass. sense, to have been effected or achieved, Hdt.1.123, 141, 4.66, E.IT 1081, etc.;κατειργασμένη ὠφέλεια Antipho 2.1.4
;ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις Lys.31.9
: [tense] aor. - ειργάσθην Luc.Herm.5.b earn, gain by labour, acquire,τὴν ἡγεμονίην Hdt.3.65
;πόλει σωτηρίαν E. Heracl. 1046
;μεγάλα τῇ πόλει Aeschin.3.229
;τοῦτο D.45.66
;ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα Pl.Grg. 473d
: in pass. sense,ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Hdt.7.102
.c abs., achieve one's object, be successful,αὐτὸς ἑωυτῷ Id.5.78
; simply, work, PTeb.ined.703.148
.2 c. acc. pers., make an end of, finish, kill,ἑωυτόν Hdt.1.24
, cf. E.Hipp. 888, etc.;λέοντα βίᾳ S.Tr. 1094
.b overpower, subdue, conquer, Hdt.6.2, Ar.Eq. 842, Th.4.85, Isoc.9.59, etc.;τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.100
; ποσὶ καὶ στόματι κ. [τινά] attack him, of a horse, Id.5.111: in pass. sense, of land, μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον is subdued, brought under cultivation, A.Ag. 526;κατεργαζομένη ἡ γῆ Thphr.CP3.1.3
; later trans., cultivate, PTeb.10.2 (ii B.C.), etc.c prevail upon, κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξην, ὥστε .. Hdt.7.6, cf. X.Mem.2.3.16, Parth.13.1, Plu.Fab.21;κ. τινὰ πειθοῖ Str.10.4.2
:—[voice] Pass., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι [ἡ γυνή] could not be prevailed upon, Hdt.9.108.d c. dupl. acc., do something to one,καλόν τι τὴν πόλιν And.2.17
(but κ. τὴν πόλιν carry on business in the city, SIG899 (Mesambria, iii A.D.)).II till, cultivate land, PSI6.632.9 (iii B.C.), etc.; work up for use, freq. of food, by chewing or digestion,ὀδόντας ἔχει οἷς κ. τὴν τροφήν Arist.HA 501b30
, cf. Juv. 469a31, Spir. 482b16, Gal.11.649 ([voice] Pass.); τὸ -αζόμενον ἔχειν εὔρωστον a strong digestion, Id.17(2).430; κ. τὰ ἐδέσματα Sch. Ar.Eq. 714; by grinding (of corn), Longus 3.30, cf. D.H.5.13 ([voice] Pass.); by ripening (of fruits),κατειργασμένα ἐπὶ τοῦ δένδρου Gal.11.367
; κ. μέλι make.., Hdt.4.194; κ. τὴν κόπρον prepare it, Arist.HA 552a24;σίδηρον D.27.10
;ξύλα-ειργασμένα Thphr.CP5.17.2
;στίππυον τὸ κατειργαζμένον PCair.Zen.472.9
(iii B.C.);λίθους D.S.1.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεργάζομαι
См. также в других словарях:
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Νικηφόρος ο Καίσαρ — Γιος του βασιλιά του Βυζάντιου Κωνσταντίνου E’ (741 775) και αδελφός του Λέοντα Δ’ (775 780), ο οποίος τον εξόρισε στη Χερσώνα με την κατηγορία ότι συνομωτούσε εναντίον του. Αφού ανακλήθηκε μετά από λίγο από την εξορία του, ο Ν. έμεινε στην… … Dictionary of Greek
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
Προκοπία — Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ (811 – 813). Φιλόδοξη και πολυμαθής καθώς ήταν, πολύ γρήγορα έγινε ο πραγματικός διαχειριστής της βασιλικής εξουσίας, εξαιτίας του αδύνατου χαρακτήρα του συζύγου της, τον οποίο… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… … Dictionary of Greek